ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
-άω1. περπατώ τη νύχτα2. συνηθίζω να περνώ τη νύχτα έξω από το σπίτι μου διασκεδάζοντας ή κάνοντας παράνομη ζωή.