νυχτοπερπατητής
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ο νυχτοπερπατώ
1.αυτός που περιφέρεται κατά τη νύχτα
2. αυτός που περνά τις νύχτες έξω από το σπίτι, συνήθως διασκεδάζοντας ή κάνοντας παράνομη ζωή.