ξακουσμένος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-ακουσμένος (< εξ-ακούω), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)].