ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
-άω1. τρυπώ πάλι με αιχμή, ξανατρυπώ, ξανακεντρίζω2. φτειάχνω πάλι κέντημα3. μτφ. κατακαίω κάποιον ή κάτι πάλι («και πάλι βρίσκω τη φωτιά πάλι ξανακεντά με», Ερωτόκρ.).