ξανακεντώ

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

Greek Monolingual

-άω
1. τρυπώ πάλι με αιχμή, ξανατρυπώ, ξανακεντρίζω
2. φτειάχνω πάλι κέντημα
3. μτφ. κατακαίω κάποιον ή κάτι πάλι («και πάλι βρίσκω τη φωτιά πάλι ξανακεντά με», Ερωτόκρ.).