Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: νωθουρίς | Medium diacritics: νωθουρίς | Low diacritics: νωθουρίς | Capitals: ΝΩΘΟΥΡΙΣ |
Transliteration A: nōthourís | Transliteration B: nōthouris | Transliteration C: nothouris | Beta Code: nwqouri/s |
ίδος, ἡ,
A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.
νωθουρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. του νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].