ξενοκρατία

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

η
1. η κυριαρχία τών ξένων στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου
2. η υπερίσχυση ξένων παραγόντων στη διακυβέρνηση μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. λαο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].