ξενοκρατία

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η
1. η κυριαρχία τών ξένων στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου
2. η υπερίσχυση ξένων παραγόντων στη διακυβέρνηση μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. λαο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].