ξεπλένω
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
Greek Monolingual
και ξεπλύνω
1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα
2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια»)
3. καθυβρίζω
4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.)
5. μέσ. ξεπλένομαι και ξεπλύνομαι
α) χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
β) καταστρέφομαι οικονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλύνω (αόρ. ἐξ-έπλυνα) βλ. λ. ξ(ε)-].