ξεροκαταπίνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

1. καταπίνω το σάλιο μου
2. μτφ. ανέχομαι αδιαμαρτύρητα κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, επειδή βρίσκομαι σε αμηχανία ή σε αδυναμία να αντιδράσω («όταν του κάνω παρατήρηση, ακούει και ξεροκαταπίνει»).