ξεροκαταπίνω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

1. καταπίνω το σάλιο μου
2. μτφ. ανέχομαι αδιαμαρτύρητα κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, επειδή βρίσκομαι σε αμηχανία ή σε αδυναμία να αντιδράσω («όταν του κάνω παρατήρηση, ακούει και ξεροκαταπίνει»).