Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
-η, -ο
αυτός που δεν έχει πνοή, που ανασαίνει ή μιλάει αργά και πολύ σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔκπνοος (βλ. και λ. ξε-)].