ξεκαλοκαιριάζω
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].