ξεκαλοκαιριάζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].