ξεκαλοκαιριάζω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].