ξεκαλοκαιριάζω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

1. περνώ το καλοκαίρι
2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παραθερίζω
3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει
τελειώνει η εποχή του καλοκαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + καλοκαιριάζω].