ξενώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

(Α ξενῶ, -όω, ιων. τ. ξεινόω)
ξένος
αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. φιλοξενώ
2. (μέσ.-παθ.) ξενούμαι, -όομαι
α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.)
β) έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιου
γ) υποδέχομαι και φιλοξενώ κάποιον
δ) ξενιτεύομαι
ε) εξορίζομαι.