ξενοπλαστικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
βιολ. (για μόσχευμα ή μεταμόσχευση) αυτός που τελείται μεταξύ δύο διαφορετικών ζωικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoplastic < ξένος + πλαστικός (< πλάσσω)].