ξενοπλαστικός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
βιολ. (για μόσχευμα ή μεταμόσχευση) αυτός που τελείται μεταξύ δύο διαφορετικών ζωικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoplastic < ξένος + πλαστικός (< πλάσσω)].