ξυλόδεμα
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
το
η ξυλοδεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον πληθ. ξυλοδέματα μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].