ξυλοδεσία

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source

Greek Monolingual

και ξυλοδεσιά, η
1. η απλή και στερεή σύνδεση τών τεμαχίων τών ξύλων στις διάφορες κατασκευές από ξύλο
2. το σύνολο ξύλινης κατασκευής
3. ξύλινος σκελετός οικοδομής που αποτελείται από δοκάρια και υποστυλώματα κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζεται η πληρέστερη αντοχή της όλης δομής, αλλ. ξυλόδεμα.