ξεφράζω
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek Monolingual
1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο
2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φράσσω (αόρ. ἐξ-έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].