εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ξυλικάριος, ὁ (Α) ξυλικόςξυλέμπορος ή, κατ' άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων.