ξυλικάριος

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source

Greek Monolingual

ξυλικάριος, ὁ (Α) ξυλικός
ξυλέμπορος ή, κατ' άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων.