τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
ξυλικάριος, ὁ (Α) ξυλικόςξυλέμπορος ή, κατ' άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων.