ξυλικάριος

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

ξυλικάριος, ὁ (Α) ξυλικός
ξυλέμπορος ή, κατ' άλλη ερμηνεία, εργάτης εργοστασίου κατεργασίας ξύλων.