ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
η (Α ὀδοντογλυφίς)
επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτο-γλυφίς)].