Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ο (Α ὀδυρμός) οδύρομαιγοερό κλάμα, θρήνος, ολοφυρμός («ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων», Ευρ.).