ξεπέρασμα
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση
2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση
3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης.
το
1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση
2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση
3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης.