ξεπέρασμα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

το
1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση
2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση
3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης.