οἰνέμπορος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ,
A wine-merchant, Artem.3.8, PGrenf.2.61.13 (ii A. D.), Supp.Epigr.3.537 (Thrace, iii A. D., written ὐν-).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνέμπορος: ὁ, ἔμπορος οἴνων, Ἀρτεμίδ. 3. 8.
Greek Monolingual
ο (Α οἰνέμπορος)
έμπορος κρασιού.