οκνεύω

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

οκνός
(στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ.
β. «οκνεύεται και να περπατήσει»).