οκνηρός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀκνηρός, -ά, -όν)
αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης
1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός
2. νωθρός, βραδυκίνητος
3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν μὲν... ταῡτ' ὀκνήρ'», Σοφ.).
επίρρ...
οκνηρώς και -ά (Α ὀκνηρῶς)
με απροθυμία, με τεμπελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. κοπ-ηρός, νοσ-ηρός, τολμηρός)].