ὁλοδάκτυλος
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, (δάκτυλος III)
A wholly dactylic, Eust.836.17.
German (Pape)
[Seite 325] ganz dactylisch, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοδάκτῠλος: -ον, (δάκτυλος IV) ἅπας ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.
Greek Monolingual
ὁλοδάκτυλος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + δάκτυλος.