ὁλόφωτος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

German (Pape)

[Seite 328] im ganzen, vollen Lichte, Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόφωτος: -ον, ὁ πλήρης φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὁλόφωτος, -ον)
γεμάτος φως, κατάφωτος, καταφωτισμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ολόφωτο
φυσ. φωτιστική συσκευή που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες προς ορισμένη κατεύθυνση.
επίρρ...
ολόφωτα
με πολύ φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + φῶς, φωτός (πρβλ. αυτό-φωτος)].