ομηρεύω
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
Greek Monolingual
(I)
ὁμηρεύω (Α) όμηρος
1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τους τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.)
2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[[[οἶνος]]] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.)
3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή κάτι ως εγγύηση («τῶν δ' ὁμηρεύσας τέκνα», Ευρ.)
4. μέσ. ὁμηρεύομαι
δίνω ομήρους ως εγγύηση.———————— (II)
ὁμηρεύω (Α) [[όμηρος (II)]
ιων. τ. προπορεύομαι και οδηγώ τυφλό.———————— (III)
ὁμηρεύω (Α)
συναρμόζω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ὁμηρῶ, κατά τα ρήματα σε -εύω]].