ομοιοκλινής
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
ὁμοιοκλινής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει όμοια κλίση
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο-κλινής].