ομοζυγώτης
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
Greek Monolingual
ο
βιολ. διπλοειδές κύτταρο ή διπλοειδής οργανισμός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγώτη.