ομοζυγώτης
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
ο
βιολ. διπλοειδές κύτταρο ή διπλοειδής οργανισμός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγώτη.