ομοιόθετος
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα
2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα»
μαθ. όρος της επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο του επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -θετος (< τίθημι), πρβλ. πρωτό-θετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Π. Χιώτη].