ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κλῆρος (πρβλ. πολύ-κληρος)].