ὁμόκλαρος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
Dor. for ὁμόκληρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόκλᾱρος: дор. = *ὁμόκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.
English (Slater)
ὁμόκλᾱρος sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)
Greek Monolingual
ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.
Greek Monotonic
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.