Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
ὀμπνιόχειρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονό-χειρ, πλουσιό-χειρ].