ομπνιόχειρ
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονόχειρ, πλουσιόχειρ].