ομφαλίτιδα

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. φλεγμονή του ομφαλού του βρέφους που όταν εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου οφείλεται σε έλλειψη ασηψίας κατά την περιποίηση της ουλής, ενώ, όταν εμφανίζεται σε ώριμο άτομο, είναι συνέπεια πλημμελούς υγιεινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalitis (< ομφαλός + κατάλ. -ίτιδα, που δηλώνει ασθένειες)].