ὀμφαλοτομία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὀμφᾰλο-τόμος,
A v. ὀμφαλητ-.
German (Pape)
[Seite 343] ἡ, v. l. für ὀμφαλητομία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.
Greek Monolingual
η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.