ὀξάλειος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξάλειος Medium diacritics: ὀξάλειος Low diacritics: οξάλειος Capitals: ΟΞΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: oxáleios Transliteration B: oxaleios Transliteration C: oksaleios Beta Code: o)ca/leios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A sourish, συκαῖ Apollod.Car.25.3.

German (Pape)

[Seite 351] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξάλειος: -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· εἶδος σύκων». {{grml |mltxt=ὀξάλειος, -ον (Α) [[οξαλίς, -ίδος
1. όξινος, ξινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια
(κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων». }}