ονυχιαίος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ ὀνυχιαῑος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος
2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μηρ-ιαίος)].