ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό-κωλος].