ονοματολόγος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀνοματολόγος)
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων
νεοελλ.
1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία.
2. ονοματοθέτης
αρχ.
αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση, ονομακλήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -λόγος].