ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-ου ν (ΑΜ ὀξύνους, -ουν και -οος, -οον)
αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό-νους)].