οπισθοφύλακας
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ο (Α ὀπισθοφύλαξ, -ακος)
1. στρατιώτης της οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας
2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες
η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί
νεοελλ.
ποδοσφαιριστής του οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή του αγώνα είναι η άμυνα μπροστά από το τέρμα της ομάδας του, αλλ. μπακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φύλαξ, -ακος].