οραματίζομαι
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
(Α ὁραματίζομαι) όραμα
νεοελλ.
1. βλέπω οράματα, οπτασίες
2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο»)
αρχ.
βλέπω, παρατηρώ.