Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρεσχάς

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσχάς Medium diacritics: ὀρεσχάς Low diacritics: ορεσχάς Capitals: ΟΡΕΣΧΑΣ
Transliteration A: oreschás Transliteration B: oreschas Transliteration C: oreschas Beta Code: o)resxa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = ὄσχη, Harp. s.v. ὀσχοφόροι; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν κλῆμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 373] άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσχάς: -άδος, ἡ, = ὄσχη, Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι.

Greek Monolingual

ὀρεσχάς, -άδος, ἡ (Α)
η όσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< ὀρ-οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ-μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή του -ο- σε -ε-].