ορθοκρισία
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Greek Monolingual
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία].
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία].