ορεσίκοιτος
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
ὀρεσίκοιτος, -ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α)
αυτός που κοιμάται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -κοίτος / -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρό-κοιτος, υλη-κοίτης].